- ἀνάμιγδα
- ἀναμίξpromiscuouslypoetic indeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάμιγδα — ἀνάμιγδα και ἀναμίγδην επίρρ. (Α) ἀναμίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμείγνυμι < θ. μιγ τού αορ. ἐμίγην] … Dictionary of Greek
αναμειγνύω — και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω νεοελλ. 1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τόν μπερδεύω 2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση,… … Dictionary of Greek